- χορδεύω
- ΜΑ [χορδή]κατασκευάζω λουκάνικα ή πλέκω έντερα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χόρδευε — χορδεύω make into sausages pres imperat act 2nd sg χορδεύω make into sausages imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδεῦσαι — χορδεύω make into sausages aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδεύειν — χορδεύω make into sausages pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδεύοντας — χορδεύω make into sausages pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορδεύων — χορδεύω make into sausages pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχόρδευεν — χορδεύω make into sausages imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόρδευμα — εύματος, τὸ, Α [χορδεύω] το αποτέλεσμα τού χορδεύω … Dictionary of Greek
χόρδευ' — χόρδευε , χορδεύω make into sausages pres imperat act 2nd sg χόρδευε , χορδεύω make into sausages imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχορδεύω — και καταχορδῶ, έω (Α) κατακόβω τις σάρκες σαν χορδές, σχίζω το κρέας τού σώματος σε λωρίδες («καταχορδεύειν τινὰ ἐν βασάνοις», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χορδεύω «κατασκευάζω αλλαντικά» (< χορδή «έντερο»)] … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek